- ἀφιστάμενα
- ἀφίστημιput awaypres part mp neut nom/voc/acc plἀφιστά̱μενα , ἀφιστάωrenouncepres part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφισταμένας — ἀφισταμένᾱς , ἀφίστημι put away pres part mp fem acc pl ἀφισταμένᾱς , ἀφίστημι put away pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀφιστᾱμένᾱς , ἀφιστάω renounce pres part mp fem acc pl (doric aeolic) ἀφιστᾱμένᾱς , ἀφιστάω renounce pres part mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγγή — η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν τάγγιση αρχ. είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek